WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| location n | (position) | τοποθεσία ουσ θηλ |
| | We have found his location: he is between the church and the school. |
| | Βρήκαμε την τοποθεσία του: είναι ανάμεσα στην εκκλησία και το σχολείο. |
| location n | (site, place) | τοποθεσία ουσ θηλ |
| | | θέση ουσ θηλ |
| | | τόπος ουσ αρσ |
| | The location of the monastery is on the top of a hill. |
| | Η θέση του μοναστηριού είναι στην κορυφή ενός λόφου. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| location n | (cinema: not the studio) | τοποθεσία ουσ θηλ |
| | (κατά λέξη) | τοποθεσία γυρισμάτων περίφρ |
| | They shot the scene on location in Boston instead of the studio. |
| | Γύρισαν τη σκηνή σε μια τοποθεσία στη Βοστώνη και όχι στο στούντιο. |
| location n | (place of business) | κατάστημα ουσ ουδ |
| | (μεγαλύτερης αλυσίδας) | υποκατάστημα, παράρτημα ουσ ουδ |
| | The restaurant has opened a new location close to our house. |
| | Το εστιατόριο άνοιξε ένα καινούριο υποκατάστημα κοντά στο σπίτι μας. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: